κορείων — κόρειος of a maiden fem gen pl κόρειος of a maiden masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορείην — κόρειος of a maiden fem acc sg (epic ionic) κόρευμα maidenhood fem acc sg (epic ionic) κορεία brushing fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορείης — κόρειος of a maiden fem gen sg (epic ionic) κόρευμα maidenhood fem gen sg (epic ionic) κορεία brushing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορείοις — κόρειος of a maiden masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορείῳ — κόρειος of a maiden masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρεια — κόρειος of a maiden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορείας — κορείᾱς , κόρειος of a maiden fem acc pl κορείᾱς , κόρειος of a maiden fem gen sg (attic doric aeolic) κορείᾱς , κόρευμα maidenhood fem acc pl κορείᾱς , κόρευμα maidenhood fem gen sg (attic doric aeolic) κορείᾱς , κορεία brushing fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορεία — (I) κορεία, ἡ (Α) [κορέω (ΙΙ)] πιθ. (κατά τον Ησύχ.) 1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα 2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία. (II) κορεία, ἡ (Α) βλ. κόρειος … Dictionary of Greek
κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek